- διατονικοῦ
- διατονικόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετατροπία — Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε … Dictionary of Greek
πολυτονικότητα — Μουσικός όρος που σημαίνει τη συνήχηση μελωδικών και αρμονικών σχημάτων, που ανήκουν σε διαφορετικές τονικότητες. Ως μουσικό φαινόμενο η π. απαντά από πολύ νωρίς, π.χ. στον Κανόνα όταν η μελωδία επαναλαμβάνεται τέσσερις ή πέντε φθόγγους ψηλότερα… … Dictionary of Greek
ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… … Dictionary of Greek
μιξολύδιος — α, ο, θηλ. και ος (Α μιξολύδιος, ον) φρ. «μιξολύδιος τόνος» ή «μιξολύδιος τρόπος» ή «μιξολύδιος αρμονία» ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα αρχ. αναμεμιγμένος με… … Dictionary of Greek
παραμιξολυδιάζω — Α εισάγω τον μιξολύδιο τρόπο ή τη μιξολυδιστί αρμονία, δηλ. έναν από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξολύδιος «μεμιγμένος με στοιχεία τής… … Dictionary of Greek
υπερμιξολύδιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει συντεθεί κατά μουσικό τρόπο οξύτερο τού μιξολυδίου («ὑπερμιξολύδιον ἁρμονίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μιξολύδιος (ἁρμονία) «ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους»] … Dictionary of Greek
χρωματισμός — Στη μουσική σημαίνει διαδοχή ήχων, ακόμα και της ίδιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας, που διαφοροποιούνται με τη χρήση ορισμένων σημείων, τα οποία αλλοιώνουν το τονικό ύψος των φθόγγων οξύνοντας ή βαρύνοντάς το κατά ένα τόνο ή ημιτόνιο. Τέτοια… … Dictionary of Greek
Λαμπελέτ — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) μουσικοσυνθετών και μουσικολόγων. 1. Γεώργιος (Κέρκυρα 1875 – Αθήνα 1945). Σπούδασε στο ωδείο της Νάπολης, στην Ιταλία. Είναι από τους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ασχολήθηκαν σοβαρά και με επιστημονική διάθεση με το … Dictionary of Greek
Ύαγνις — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση καταγόταν από τις Κελενές της Φρυγίας και, μαζί με το Μαρσύα και τον Όλυμπο, αποτελούσε τη μυθική τριάδα, που διέδωσε την αυλητική τέχνη στην Ελλάδα. Αναφέρεται ότι ήταν μαθητής του Μαριανδυνού,… … Dictionary of Greek